περικεφαλαία

περικεφαλαία
Ο όρος αναφέρεται στα αρχαία χρόνια και σημαίνει προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού των πολεμιστών, κράνος. Η λέξη π. αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Στον Όμηρο αναφέρεται ως κυνή δηλ. π. από δέρμα κυνός (σκύλου), που τη χρησιμοποιούσαν ως κάλυμμα της κεφαλής σε εποχές ειρήνης. Πολεμικές π. στον Όμηρο ήταν η χαλκή κόρυς, η πήληξ και η τρυφάλεια. Οι π. κατασκευάζονταν αργότερα από δέρμα, όχι μόνο σκύλου αλλά και βοδιού, ταύρου, κατσικιού και κυρίως λιονταριού που βοηθούσε στη μεγαλοπρεπή εμφάνιση εκείνου που τη φορούσε. Όταν αργότερα αντικαταστάθηκε το δέρμα από μέταλλο, διατηρήθηκε για πολύ καιρό η μεγάλη χαίτη που θύμιζε τη λιονταρίσια π. Για την π. της οποίας η κατασκευή ήταν από δέρμα ζώου, έχουμε σαφή ιδέα από παραστάσεις του Ηρακλή, που έχει στο κεφάλι του το δέρμα του λιονταριού της Νεμέας. Π. φορεί και η θεά Αθηνά σε διάφορα αγάλματα και νομίσματα. Τα μέρη που αποτελούν την π. είναι: α. το μέτωπο, το τμήμα δηλαδή το πάνω από το μέτωπο, β. τα φρύδια, το τμήμα κάτω από τα φρύδια. Το πάνω από τα δύο αυτά τμήματα μέρος ονομαζόταν γείσον, και αυτό που κάλυπτε το κεφάλι επίκρανον. Τέλος η κορυφή πάνω από το κράνος, ονομάζονταν λόφος και λοφίο. Στην κορυφή αυτή υπήρχε ένα κουμπί που προεξείχε και στο οποίο ήταν προσαρμοσμένες δύο παραγναθίδες κινητές. Στα αρχαία ελληνικά χρόνια υπήρχαν δύο κράνη, το κορινθιακό από χαλκό, με λόφο (λοφίο) του οποίου η χαίτη έφτανε μέχρι τον τράχηλο και το οποίο είχε δύο παραγναθίδες, και το αττικό, χάλκινο και αυτό, αλλά πιο ελαφρό, που είχε μόνο λόφο. Η αντικατάσταση των δερμάτινων π. με μεταλλικές δεν έγινε απότομα, βέβαιο όμως είναι ότι η κατασκευή τους άρχισε από την εποχή του Ομήρου. Σιδερένιο κράνος και επαργυρωμένο αναφέρεται σε κατάλογο αναθημάτων που βρέθηκε στη Δήλο: “περικεφαλαία σιδηρά περιηργυρωμένη”. Στη ρωμαϊκή εποχή τα ρωμαϊκά κράνη είναι από χαλκό ή σίδερο αλλά και επαργυρωμένα ή επίχρυσα. Τις π., εκτός από τον καθαρά στρατιωτικό σκοπό, τις χρησιμοποιούσαν ως έπαθλα στους αγώνες, ή τις προσέφεραν ως αναθήματα στους θεούς. Οι στρατιώτες εξάλλου τις χρησιμοποιούσαν και ως δοχεία για σπονδές. Περικεφαλαία μακεδονικού τύπου από τη Χαλκιδική. (Μουσείο Θεσσαλονίκης).
* * *
η, ΝΜΑ
προστατευτικό κάλυμμα τής κεφαλής που αποτελούσε μέρος τού αμυντικού εξοπλισμού τών στρατιωτών (α. «η περικεφαλαία τού Κολοκοτρώνη» β. «στην περικεφαλαία του ήτο ζγουραφισμένο αμάξι», Ερωτόκρ.
γ. «τὰς δὲ περικεφαλαίας ὑποτιθέναι τοῑς ὅπλοις», Πολ.)
νεοελλ.
1. παιδική απομίμηση αυτού τού καλύμματος από χαρτί ή χαρτόνι
2. φρ. «βλάκας με περικεφαλαία» — βλάκας σε πολύ μεγάλο βαθμό
αρχ.
1. είδος αρρώστιας τής κεφαλής
2. ονομασία επιδέσμου τού κεφαλιού
3. το τμήμα τής πλώρης τού πλοίου που προεξέχει και βρίσκεται ανάμεσα στο έμβολο και στην προεμβολίδα
4. (κατά τον Ησύχ.) «φενάκη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. περικεφάλαιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περικεφαλαία — περικεφαλαίᾱ , περικεφάλαιος round the head fem nom/voc/acc dual περικεφαλαίᾱ , περικεφάλαιος round the head fem nom/voc sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱ , περικεφαλαία fem nom/voc/acc dual περικεφαλαίᾱ , περικεφαλαία fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαίᾳ — περικεφαλαίᾱͅ , περικεφάλαιος round the head fem dat sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱͅ , περικεφαλαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαία — η πολεμικό κάλυμμα της κεφαλής στους αρχαίους, σημ. κράνος, το. Φρ., «Βλάκας με περικεφαλαία», βλάκας σε μεγάλο βαθμό, ώστε να είναι ευδιάκριτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περικεφάλαια — περικεφάλαιος round the head neut nom/voc/acc pl περικεφαλαία neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαίας — περικεφαλαίᾱς , περικεφάλαιος round the head fem acc pl περικεφαλαίᾱς , περικεφάλαιος round the head fem gen sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱς , περικεφαλαία fem acc pl περικεφαλαίᾱς , περικεφαλαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνέη — Περικεφαλαία κατασκευασμένη από δέρμα σκύλου, κατά την αρχαιότητα. Ο Όμηρος και άλλοι συγγραφείς ονομάζουν κ. την περικεφαλαία από δέρμα οποιουδήποτε ζώου· υπήρχε έτσι η κ. γαλέη, η κ. λυκέη κ.ά. Κατ’ επέκταση, έτσι ονομαζόταν και το καπέλο που… …   Dictionary of Greek

  • περικεφαλαίαι — περικεφαλαίᾱͅ , περικεφάλαιος round the head fem dat sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱͅ , περικεφαλαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαίαν — περικεφαλαίᾱν , περικεφάλαιος round the head fem acc sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱν , περικεφαλαία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαιῶν — περικεφαλαία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαῖαι — περικεφαλαία fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”